υπερεπάρκεια

υπερεπάρκεια
η
η πλήρης επάρκεια, η αυτάρκεια, η αφθονία, η περίσσεια: Υπερεπάρκεια κρεάτων στην αγορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερεπάρκεια — η, Ν [υπερεπαρκώ] πλήρης επάρκεια, πολύ μεγάλη αφθονία …   Dictionary of Greek

  • αφθονία — Η υπερεπάρκεια, η άφθονη παραγωγή. κοινωνία α. Λέγεται και κοινωνία της ευημερίας. Κοινωνία στην οποία κυριαρχεί η τάση να εξασφαλιστεί υπερεπάρκεια των αγαθών. Η υπερεπάρκεια αυτή, που συνεπάγεται την ύπαρξη προσφοράς μεγαλύτερης από τη ζήτηση,… …   Dictionary of Greek

  • αβγατιά — η [αβγατίζω] 1. επαύξηση, αφθονία, υπερεπάρκεια 2. η αβγάτα* …   Dictionary of Greek

  • ευεπιφορία — εὐεπιφορία, ἡ (Α) [ευεπίφορος] 1. η ευκολία στο να φέρνει κάποιος κάτι προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, η ευκολία στο να εξετάζει κάτι με διάφορους τρόπους 2. η ροπή, η κλίση, η προδιάθεση σε κάτι («εὐεπιφορία τῶν παθών», Κλήμ. Αλ.) 3. η πληθώρα, η… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • υπεραφθονία — η, Ν [υπεράφθονος] μεγάλη αφθονία, υπερεπάρκεια …   Dictionary of Greek

  • υπερεπαρκώ — Ν [επαρκώ] παρουσιάζω υπερεπάρκεια, φτάνω και περισσεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”